αυτοσχεδίασμα

αυτοσχεδίασμα
το και αυτοσχεδιασμός, ο (Α αὐτοσχεδίασμα, το και αὐτοσχεδιασμός, ο) [αὐτοσχεδιάζω]
λόγος ή πράξη που γίνεται πρόχειρα, χωρίς πρετοιμασία
νεοελλ.
ειδική ικανότητα των ηθοποιών να αυτοσχεδιάζουν, να δίνουν εντελώς προσωπική ερμηνεία, με εμπνεύσεις της στιγμής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχεδίασμα — work done offhand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιασμάτων — αὐτοσχεδίασμα work done offhand neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρισναμούρτι, Τζίντου — (Jiddu Krishnamurti, Μανταναπάλ 1895 – 1986). Ινδός θεοσοφιστής φιλόσοφος. Προερχόταν από οικογένεια φτωχών βραχμάνων. Σε ηλικία μόλις 12 ετών μυήθηκε στις θεοσοφιστικές θεωρίες από την πρόεδρο της Παγκόσμιας Θεοσοφικής Εταιρείας, Άνι Μπέζαντ, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”