- αυτοσχεδίασμα
- το και αυτοσχεδιασμός, ο (Α αὐτοσχεδίασμα, το και αὐτοσχεδιασμός, ο) [αὐτοσχεδιάζω]λόγος ή πράξη που γίνεται πρόχειρα, χωρίς πρετοιμασίανεοελλ.ειδική ικανότητα των ηθοποιών να αυτοσχεδιάζουν, να δίνουν εντελώς προσωπική ερμηνεία, με εμπνεύσεις της στιγμής.
Dictionary of Greek. 2013.